Tuesday, December 3, 2024
Retroπολιτες

3 Πασχαλινές Ιστορίες Του Rheinmetall

Παιδικές αναμνήσεις από το Πάσχα

Η Πρώτη Ανάμνηση

Αν από τα Χριστούγεννα οι παιδικές αναμνήσεις σχεδόν όλων μας είναι μια χειμωνιάτικη ουτοπία χωρίς σχολείο, με χιόνια, τζάκι, Άγιο Βασίλη, στολισμένο δέντρο και τυλιγμένα δώρα, το Πάσχα αντίθετα παρουσιάζει για μένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί είναι σίγουρα η πιο «μυστηριακή» από τις γιορτές, η οποία μού γεννά πάντα και πιο περίπλοκα και αντιφατικά συναισθήματα.
Δεν θα απαριθμήσω όλες μου τις αναμνήσεις -σίγουρα θα αφήσω έξω τις κακές, και θα αναφερθώ σε τρεις της παιδικής μου ηλικίας, και ίσως αυτοί που διαβάζουν να ταυτιστούν με κάποια κομμάτια από αυτές.
Ήμουν γύρω στα 7-8, στο διαμέρισμα του παππού μου στην Αθήνα. Όλες τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας πήγαινα μαζί με την νταντά μου στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής.
Την εκκλησία αυτή δεν την θυμάμαι σαν κτίριο εξωτερικά, αλλά λόγω του μικρού μου ύψους σαν παιδί και επειδή συνήθως κοίταζα κάτω, την έχω σαν εικόνα στο μυαλό μου μόνο σαν τρία-τέσσερα πολύ πλατιά μαρμάρινα σκαλοπάτια στρογγυλεμένα στις άκρες τους, ολόλευκα, αλλά και λίγο σκοτεινά καθώς έφευγε το απόγευμα και ερχόταν η νύχτα.
Το εσωτερικό ήταν ένα πολύ φωτεινό από τους πολυελαίους παλατάκι, με κυρίαρχο χρώμα το ανοιχτό καφέ του ξύλου καρυδιάς που ήταν φτιαγμένα το τέμπλο και τα κουβούκλια των ψαλτών, και το βαθύ κόκκινο από το χαλί.
Ένα παλατάκι όμως στο οποίο δεν ήθελα να βρίσκομαι, προτιμώντας ίσως να είμαι στο κρεβάτι μου και να διαβάζω τα Κλασικά.
Θέλοντας και μη, μού είχε γίνει οικείο το μέρος και είχα βρει πια τις «γωνιές» μου. Ο ναός είχε και ένα «μυστικό δωμάτιο» -έτσι το έβλεπα στο μυαλό μου, τον γυναικωνίτη όπου πηγαίναμε κάποιες φορές.
Αν θυμάμαι καλά, ανέβαινες μια σκάλα εσωτερικά και βρισκόσουν σε ένα είδος θεωρείου. Ένα προνομιακό θεωρείο γεμάτο γυναίκες –θεούσες μεν, γυναίκες δε.
Ένιωθα προνομιούχος και το «χαϊδεμένο παιδί» που του επιτρεπόταν να είναι σε ένα μέρος που δεν μπορούσε να είναι ο καθένας.Η δεύτερη παρηγοριά μου ήταν η ίδια η Μ. Πέμπτη.
Επειδή ανιούσα αφόρητα, η νταντά μου έλεγε να κάνω υπομονή, γιατί «σήμερα είναι ωραία, θα έχουμε τα Δώδεκα Ευαγγέλια!».
Μολονότι δεν ήταν κάτι τρομερά συναρπαστικό, ήταν όμως κάποιες μικρές ιστορίες σε πεζό λόγο που άκουγα μάλλον με ανακούφιση να παρεμβάλλονται στην λειτουργία.
Ήταν σαν παραμυθάκια και πάντως απείρως πιο υποφερτές από τις ψαλμωδίες. Και το ωραίο ήταν ότι έπιανα και κάποια πράγματα, σαν να άλλαζε εκείνη την στιγμή η γλώσσα και ερχόταν λίγο πιο κοντά στα Νέα Ελληνικά που μιλούσαμε.
Καταλάβαινα λέξεις όπως: ο Κύριος, είπεν, ούτος, συ, ημείς, ταύτα κλπ. Ήταν μια όαση νοήματος και ησυχίας μέσα σε μια πολύβουη τελετουργία που δεν καταλάβαινα, με πολλή ορθοστασία και πολλά «σσσσσσς τελειώνουμε, τώρα θα φύγουμε…»

Η Δεύτερη Ανάμνηση

Η δεύτερη ανάμνηση είναι από την Κυριακή του Πάσχα του 1986 στην Βούλα. Εκείνη ακριβώς την περίοδο είχε προηγηθεί το ατύχημα στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Τσερνομπίλ, και όπως μάθαμε αργότερα το ραδιενεργό νέφος είχε φτάσει μέχρι την Ελλάδα, κυρίως στην βόρειο Ελλάδα βέβαια. Δεν γνωρίζαμε εκείνη την Κυριακή για το ατύχημα, γιατί το γεγονός είχε αποκρυβεί για κάποιες μέρες από το καθεστώς της Σ. Ένωσης. Εκείνη η μέρα πέρασε σαν όλες τις άλλες Κυριακές του Πάσχα, όταν σιγά-σιγά τελειώνει το πανηγύρι και αρχίζει η αντιδημοφιλής γενικά Εβδομάδα του Πάσχα με την απειλή του σχολείου να καραδοκεί. Αλλά αμέσως μετά όταν συνειδητοποιήσαμε την αλληλουχία των γεγονότων, προσπαθούσαμε να θυμηθούμε τί ακριβώς κάναμε εκείνη την Κυριακή που είχαμε βγει οικογενειακώς έξω στον κήπο με το ψιλόβροχο, που δεν μας εμπόδισε όμως να χαρούμε την γιορτή και να λουστούμε ανέμελα στα ραδιενεργά σωματίδια που επικάθονταν στα μαλλιά, στο δέρμα, στα ρούχα μας, στα ζώα, στα δέντρα, στα φυτά, στο χώμα, παντού.
Ήταν η απαρχή μιας ακόμα υστερίας των Ελλήνων γονέων, όπου μεταξύ άλλων μας απαγορεύτηκε στο εξής να πίνουμε νερό από το λάστιχο, μια από τις παιδικές απολαύσεις που αν δεν σού την κόψουν δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο ωραία τελικά ήταν. Τέρμα και το ποδόσφαιρο στο γκαζόν των πολυκατοικιών. Τέρμα η συλλογή χαμομηλιού την Άνοιξη, τέρμα τα βλήτα με λαδολέμονο, τέρμα το φρέσκο γάλα, τα φρούτα από τον κήπο, τέρμα πολλά πράγματα… Μετά από κάποια χρόνια ο παροξυσμός για την ραδιενέργεια υποχώρησε, αλλά εντωμεταξύ είχαμε μεγαλώσει πια. Ακόμα και αν μας επιτρεπόταν να κυλιόμαστε και πάλι μέσα στα λουλούδια, δεν θα θέλαμε να λερώσουμε τα ρούχα μας.

Η Τρίτη Ανάμνηση

Η τρίτη ανάμνηση είναι από τα γυμνασιακά χρόνια. Δεν θυμάμαι ακριβώς χρονολογία, ας πούμε περίπου το 1989. Την τελευταία μέρα πριν κλείσουμε για τις διακοπές του Πάσχα, μια Παρασκευή λογικά, θα πηγαίναμε όλα τα τμήματα στον κινηματογράφο «Άννα Ντορ» στην Γλυφάδα για να παρακολουθήσουμε ομαδικώς την ταινία «Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ» του Τζεφιρέλι. Κάποιες μέρες πριν πάμε μας είχε μιλήσει μέσα στην τάξη η γυμνασιάρχης, λέγοντάς μας πόσο σημαντική είναι η ταινία που πρόκειται να δούμε. Και επειδή πάντα υπήρχαν και αρνητικά κινηματογραφικά πρότυπα και διάφοροι πειρασμοί για την νεολαία, όπως η περιβόητη «Εμανουέλα», μας είχε παραινέσει να αποφύγουμε οπωσδήποτε αυτή την ταινία αλλά και τις παρόμοιες με αυτήν. Θυμάμαι σαν τώρα τα λόγια της: «Όταν βλέπεις μια ταινία, σκοπός είναι μετά το τέλος της να πάρεις κάτι μαζί σου φεύγοντας, όχι να αφήσεις εκεί την ψυχή σου.» Η γυμνασιάρχης μας ήταν λίγο απόμακρη, ίσως και λόγω της θέσεώς της, αλλά κατά γενική ομολογία ήταν μια συμπαθής προσωπικότητα. Ψηλή, λεπτή, αρχοντική παρουσία, πολύ προστατευτική με τα παιδιά και αυστηρή απέναντι στην αληταρία. Ήταν αυτό που λέμε «ηθικό στοιχείο», άνθρωπος με αρχές.
Όταν έφτασε η μέρα της ταινίας, παρόλη την πνευματική προετοιμασία τα πράγματα αποδείχτηκαν ζόρικα. Η ταινία ήταν τεράστια, 7 ώρες, κάτι τέτοιο δεν ξέρω… απλά δεν τελείωνε. Από ένα σημείο και μετά είχαμε απελπιστεί. Ο φίλος μου που καθόμασταν δίπλα, σε κάποια στιγμή ξεσπάει και μού λέει: «Μαλάκα δεν αντέχω άλλο, θα βγω έξω!» Σηκώνεται και κατευθύνεται αποφασιστικά προς την έξοδο της αίθουσας. Και τότε πετάγεται όρθια η γυμνασιάρχης και τον σταματά, βάζοντάς του μια μεγάλη φωνή: «Πού πας παιδί μουυυ;!» «Πάω έξω.» ψέλλισε. Δεν τα κατάφερε και τελικώς ξανακάθησε κάτω, αλλά η θυσία του δεν πήγε χαμένη, γιατί μετά από λίγα λεπτά πρυτάνευσε η λογική και κάναμε επιτέλους διάλλειμα. Η επίπληξη συνεχίστηκε και στο διάλλειμα, εξηγώντας του ότι δεν μπορούσε να τον αφήσει να κυκλοφορεί έξω μόνος του χωρίς επιτήρηση. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, πάνε και 30 χρόνια πια… Πάντως το «Πού πας παιδί μου;» ήταν για μένα και τον φίλο μου για πολλά χρόνια το αγαπημένο μας “inside joke”.