Final Fantasy X: Ανατρέποντας την θεοκρατία
Όταν το Final Fantasy Χ κυκλοφόρησε πίσω στο μακρινό 2002, αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα μία μεγαλειώδη επιτυχία για την SquareSoft εκείνης της εποχής. Όντας το πρώτο κεφάλαιο του θρυλικού franchise για τo Playstation 2, και με την ευρωπαϊκή του κυκλοφορία να υλοποιείται ένα σχεδόν έτος μετά την ιαπωνική και μισό μετά την αμερικάνικη, το hype και οι προσδοκίες των οπαδών είχαν αγγίξει δυσθεώρητα ύψη. Το παιχνίδι ωστόσο, όπως αναμενόταν, κατάφερε να ανταποκριθεί σε όλες σχεδόν τις απαιτήσεις μας και να ικανοποιήσει την πλειοψηφία των gamers. Όπως είχαμε συνηθίσει με τους προηγούμενους τίτλους της εταιρείας, έτσι κι εδώ διαβάζαμε σε έντυπα μέσα την κλισέ φράση: “Η SquareSoft τα κατάφερε για ακόμα μια φορα”, με τα εννιάρια και τα δεκάρια να πέφτουν βροχή στις σελίδες με τα διθυραμβικά reviews.
Το κοινό εντυπωσιάστηκε από τον οπτικό τεχνικό τομέα που προσέφερε η νέα τότε κονσόλα της Sony, λάτρεψε την εξαιρετική πλοκή και το ανανεωμένο gameplay, δέθηκε συναισθηματικά με τους ξεχωριστούς χαρακτήρες, γοητεύτηκε από το ιδιαίτερο art direction, ταξίδεψε με τις αριστουργηματικές μουσικές συνθέσεις και φυσικά συγκινήθηκε με το γλυκόπικρο τέλος. Ο γράφων μάλιστα, τερματίζοντας εκ νέου τον εν λόγω τίτλο, είκοσι χρόνια μετά στην HD επανακυκλοφορία του, οφείλει να παραδεχτεί ότι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του στην σκηνή του αποχαιρετισμού, παρότι γνώριζε την έκβαση της ιστορίας. Όπως ακριβώς είχε δακρύσει σαν μαθητής γυμνασίου και “άβγαλτος” ακόμα gamer δύο δεκαετίες πριν, όταν ολοκλήρωνε για πρώτη φορά το δέκατο κεφάλαιο της σειράς.
Όμως, ιδιαίτερης μνείας χρήζει και το μνημειώδες cutscene με τους ήρωες μας να ξαποσταίνουν σιωπηλοί γύρω από την φωτιά, καταβεβλημένοι από τις προσταγές της μοίρας τους, ζυγώνοντας διστακτικά σε μια αναπόφευκτη δραματική κλιμάκωση. Μία σκηνή που οι δημιουργοί φρόντισαν να τοποθετήσουν αριστοτεχνικά και στην έναρξη του τίτλου, ώστε όταν την παρακολουθήσεις ξανά αργότερα στην σωστή χρονολογική σειρά και εξοικειωμένος με την πλοκή, να σε “χαστουκίσει” συναισθηματικά και να ταρακουνήσει τον εσωτερικό σου κόσμο. Μία σκηνή που μαζί με την εμβληματική σύνθεση πιάνου που τη συνοδεύει και την απελπισμένη έκκληση του πρωταγωνιστή προς τον παίκτη, πέρασε στο πάνθεον της ιστορίας των ιαπωνικών rpg και χαράχτηκε για πάντα στη μνήμη και την καρδιά μας. “This was our story” άλλωστε. Για πολλούς, το τελευταίο “καλό” Final Fantasy, πριν η εταιρεία ξεκινήσει να πειραματίζεται με νέους μηχανισμούς και εγκαταλείψει οριστικά το παραδοσιακό turn based σύστημα μάχης (αλλά και το αναχρονιστικό “αγκάθι” των random encounters).
Σε αυτό το σημείο και προχωρώντας στο αντικείμενο του άρθρου, πρέπει να επισημανθεί ότι το Final Fantasy X, περισσότερο από κάθε άλλο κεφάλαιο της σειράς, διακατέχεται από μία εντονότατη και επιβλητική θρησκευτική ατμόσφαιρα, η οποία είναι διάχυτη σε κάθε έκφανση του lore. Στην Spira, όπως ονομάζεται ο κόσμος του παιχνιδιού δεν γίνεται ποτέ άμεση αναφορά στις έννοιες Θεός, θεότητα ή θρησκεία, αλλά συναντώνται οι “διδαχές του Yevon”, μια μορφή ιερών γραφών που λαμβάνουν την καθολική αποδοχή του πληθυσμού, διέποντας τους νόμους, τους κοινωνικούς κανόνες, αλλά και την στάση ζωής των κατοίκων. Βέβαια, ποτέ δεν αποσαφηνίζεται αν ο όρος “Yevon” αναφέρεται σε κάποιον ανώτατο πνευματικό ηγέτη ή σε ορισμένο αξιακό σύστημα, αλλά μπορούμε με ασφάλεια να θεωρούμε ότι η λατρεία και η πίστη στη διδασκαλία του Yevon, συνιστά ένα είδος επικρατούσας θρησκείας. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας ο παίχτης θα αλληλεπιδράσει με μία πληθώρα θρησκευτικών, μυστηριακών και υπερβατικών στοιχείων. Πιο συγκεκριμένα, θα συναντήσουμε: θεοσεβούμενους γηγενείς και υπακοή στο δόγμα του Yevon, προσευχές και θρησκευτικές χειρονομίες, ιερείς και θρησκευτική εξουσία, απαγόρευση χρήσης προηγμένης τεχνολογίας, ναούς που αποπνέουν αίσθημα κατάνυξης, τελετουργίες μετάβασης των ψυχών των νεκρών στον άλλο κόσμο, παραχωρήσεις ψυχών και σφράγιση τους σε αγάλματα, επικλήσεις μεταφυσικών πλασμάτων, και φυσικά την απόλυτη ενσάρκωση του κακού και καθρέφτη της ανθρώπινης αμαρτίας, τον Sin, που παραπέμπει στον δικό μας διάβολο. Και όλα αυτά αποδοσμένα με τις κατάλληλες εικαστικές πινελιές τόσο στην απεικόνιση της Spira και του πληθυσμού της, όσο και στο soundtrack του τίτλου, ορισμένα θέματα του οποίου χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα μυσταγωγικό ύφος. Ειδικότερα, ένα κομμάτι που θυμίζει εκκλησιαστική ψαλμωδία είναι το πασίγνωστο Hymn of the Fayth, το οποίο ο παίκτης κατά τη διάρκεια του τίτλου θα το ακούσει σε διάφορες εκτελέσεις και επαναλαμβανόμενα (ίσως υπερβολικά επαναλαμβανόμενα θα μπορούσε να προσθέσει κάποιος).
Η ιστορία του τίτλου αφηγείται στον παίκτη μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή, ο οποίος μεταφέρεται βιαίως μία χιλιετία μπροστά, σε έναν μελλοντικό κόσμο που δεν θυμίζει καθόλου την πατρίδα του (έτσι πιστεύει τουλάχιστον, άρα κι εμείς ως θεατές). Σε αυτόν τον κόσμο (Spira), μια κολοσσιαία θηριώδης οντότητα που οι ντόπιοι αποκαλούν Sin, σπέρνει την καταστροφή στο διάβα της, αφανίζοντας ολόκληρες περιοχές και αφήνοντας πίσω της μόνο θάνατο και συντρίμμια. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση της Spira, ο Sin είναι η τιμωρία της ανθρωπότητας για τις αμαρτίες και τα πάθη του παρελθόντος, και μόνο ακολουθώντας τις διδαχές του Yevon μπορεί να επέλθει η εξιλέωση και να αντιμετωπιστεί η απειλή του αδίστακτου τιτάνα. Ο ήρωας μας σύντομα θα συναντήσει την Yuna, μια νεαρή summoner που μαζί με τους πιστούς συντρόφους της θα ξεκινήσει το ιερό της ταξίδι, για να εκπληρώσει το πεπρωμένο της και να αντιμετωπίσει τον Sin. Τόσο η βασική υπόθεση του παιχνιδιού όσο και ο στόχος των πρωταγωνιστών αρχικά φαντάζουν σχετικά απλά και κατανοητά. Μέχρι που σταματούν να είναι και αρχίζουν να περιπλέκονται.
(Σημείωση: Ακολουθούν κρίσιμα spoilers που αφορούν το σενάριο του Final Fantasy X. Επιπλέον, να ληφθεί υπόψιν ότι θα παραλειφθούν σημαντικά σημεία της πλοκής, καθώς θα αναφερθούν μόνο όσα κρίνονται απαραίτητα για την θεματική του άρθρου)
Μεταξύ άλλων ανατροπών και αποκαλύψεων, ο βασικός μας ήρωας μαθαίνει συντετριμμένος ότι η Yuna προκειμένου να ολοκληρώσει το ιερό της καθήκον και να καλέσει το τελικό πλάσμα που θα νικήσει τον Sin, θα πρέπει να θυσιάσει τη ζωή της. Κάτι που γνώριζαν όλοι εξαρχής όταν ξεκινούσαν αυτό το ταξίδι. Όλοι, εκτός από τον πρωταγωνιστή μας. Όλοι, εκτός από εμάς τους παίκτες. Αλλά τα άσχημα νέα δεν σταματούν εκεί. Οι χαρακτήρες μας στη διάρκεια της αποστολής τους έρχονται αντιμέτωποι και με μία άλλα πικρή διαπίστωση. Ο Sin ποτέ δεν θα μπορέσει να ηττηθεί οριστικά και αμετάκλητα, καθώς η θυσία της Yuna θα τον απομακρύνει μόνο για μία περίοδο ετών, όπου θα επικρατήσει η ειρήνη και ο κόσμος της Spira θα μπορέσει να ανασυγκροτηθεί. Όπως και στο παρελθόν, έτσι και στο μέλλον ο Sin θα επιστρέφει συνεχώς και νέοι summoners κάθε φορά θα πρέπει να αναλαμβάνουν το καθήκον της αντιμετώπισης του. Παρ’ όλα αυτά, οι αμέτρητες θυσίες αυτών των ηρώων είναι καθοριστικής σημασίας για τη διατήρηση της ελπίδας στη Spira προς ένα καλύτερο αύριο. Αλλά την ίδια στιγμή, είναι απαραίτητες και για την συντήρηση της θρησκείας του Yevon. Το ιερατείο του τόπου γνωρίζει για αυτόν τον φαύλο και μάταιο κύκλο που επαναλαμβάνεται στο πέρασμα των αιώνων και αγγίζει την χιλιετία. Έναν κύκλο ανυπολόγιστης καταστροφής, θανάτου, πόνου και θυσίας, αλλά και ολοκληρωτικής επιρροής μέσω της διδασκαλίας του Yevon. Οι παίκτες μέσω του ήρωα μπορεί να αμφισβητούν τα κίνητρα της, αλλά η θρησκευτική ηγεσία της Spira πιστεύει δογματικά ότι μέσω του αιματηρού αυτού κύκλου ουσιαστικά επιβάλλεται τάξη στο χάος. Ένα “αναγκαίο κακό” για μια ανοικοδόμηση του πολιτισμού περιορισμένης διάρκειας, που τους επιτρέπει ταυτόχρονα να συνεχίσουν να ασκούν αβίαστα τον απόλυτο έλεγχο στην Spira: σε μια χώρα που θα παραμένει πληθυσμιακά και τεχνολογικά υπανάπτυκτη, λόγω της ατελείωτης καταστροφής, αλλά και των ιερών κανόνων που απαγορεύουν ρητά οποιαδήποτε χρήση προηγμένης τεχνολογίας. Συνεπώς, εξαιρουμένου του Sin, οι μόνες αναλλοίωτες σταθερές όλων αυτών των ολέθριων επαναλήψεων ανά τους αιώνες, είναι δύο: η θρησκευτική κουλτούρα του Yevon και η θεοκρατία.
Πλησιάζοντας προς τον τελικό προορισμό του ταξιδιού τους και αναζητώντας απαντήσεις, οι ήρωες μας οδηγούνται σε ένα συνταρακτικό συμπέρασμα. Μια αποκάλυψη που η αλήθεια της θα μπορούσε να γκρεμίσει συθέμελα όλη την χιλιετή θεοκρατική δομή της Spira: οι “διδαχές του Yevon” είναι ένα ψέμα, μια τεράστια απάτη. Ολόκληρο το θρησκευτικό οικοδόμημα της Spira έχει βασιστεί σε μία ενορχηστρωμένη συγκάλυψη, διαστρέβλωση και παραποίηση των πραγματικών γεγονότων της ιστορίας που διαδραματίστηκαν μια χιλιετία πρωτύτερα. Η αληθινή προέλευση του Yevon και του Sin απέχει πολύ από τα όσα διδάσκονται στην ιερή παράδοση της Spira. Ο Sin ωστόσο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι παραμένει αποτέλεσμα των λαθών του ανθρώπινου γένους και συγκεκριμένα ενός ατέρμονου πολέμου ανάμεσα σε δύο κράτη, οι συγκρούσεις των οποίων έφεραν τον κόσμο στα πρόθυρα του αφανισμού. Περισσότερες λεπτομέρειες για αυτήν τη διαγραμμένη και “απαγορευμένη” εποχή δεν χρειάζεται να αναφερθούν στα πλαίσια της θεματικής του άρθρου, γι΄ αυτό όσοι αναγνώστες ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα, προτρέπονται να αναζητήσουν κάποιο από τα δεκάδες επεξηγηματικά βίντεο στο Youtube που καταπιάνεται με το σενάριο του τίτλου. Οι ανώτατοι θρησκευτικοί άρχοντες της Spira είχαν ανέκαθεν πλήρη επίγνωση της απαγορευμένης αυτής αλήθειας, καθώς οι πρόγονοι τους παρέλαβαν τις “διδαχές του Yevon” από τους πραγματικούς εφευρέτες της θρησκείας, ώστε να αποτελέσουν το απόλυτο όργανο εξουσίας και ελέγχου στον αποκαμωμένο από τον πόλεμο κόσμο της Spira. Με την πάροδο των αιώνων και την βοήθεια της άρχουσας τάξης, οι εμπνευστές της “κάλπικης” λατρείας κατάφεραν την ολοκληρωτική επιβολή της στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. Ενός σμπαραλιασμένου πληθυσμού που διψασμένος για ελπίδα, έσκυψε το κεφάλι και έμαθε να ζει κάτω από το αυστηρό δόγμα των εκπροσώπων του Yevon, άλλα και μέσα στη “λούπα” της καταστροφής του γιγάντιου θηρίου. Κατά συνέπεια, για τους χαρακτήρες μας είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η τυραννία του Sin και η απολυταρχία του Yevon είναι έννοιες αλληλοεξαρτώμενες και συνυφασμένες απόλυτα μεταξύ τους: δύο “τέρατα” που κρατάνε υπόδουλη την Spira για μία χιλιετία, το τέρας της αμαρτίας και το τέρας της εξουσίας, και διαμορφώνουν έναν ενιαίο επάρατο κύκλο.
Αντιμέτωποι με τα προαναφερθέντα σοκαριστικά δεδομένα, η Yuna με τους συντρόφους της καταλήγουν σε μια πρωτοφανή απόφαση. Μία απόφαση που κανένας προηγούμενος summoner δεν είχε τολμήσει να λάβει στη διάρκεια της χιλιετίας. Οι ήρωες μας αποφασίζουν να σπάσουν τον κύκλο. Όχι μόνο τον κύκλο του ολέθρου που προκαλεί ο Sin, άλλα και τον κύκλο ελέγχου του διεφθαρμένου ιερατείου. Αποφασίζουν δηλαδή, να ανατρέψουν το θεοκρατικό κατεστημένο. Σκοπός τους πλέον δεν είναι μόνο να απαλλαχτούν μια και καλή από το τιτάνιο τέρας, αλλά και να ξεσκεπάσουν την πικρή αλήθεια της υποκρισίας και προδοσίας που για χίλια έτη λυμαινόταν τον κόσμο της Spira κάτω από τον “ιερό” μανδύα του Yevon. Και φυσικά όπως οι περισσότεροι ήρωες των σωστών παραμυθιών, στο τέλος τα καταφέρνουν (όποιος αναγνώστης ενδιαφέρεται να μάθει τον τρόπο, μπορεί να ακολουθήσει την συμβουλή που δόθηκε στην προηγούμενη παράγραφο). Βεβαίως αυτή η απόφαση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την αυτοθυσία ορισμένων χαρακτήρων και σημαντικές προσωπικές απώλειες για την αγαπημένη μας summoner. Ο καταραμένος κύκλος σπάει διαπαντός, ο Sin ηττάται οριστικά, η απάτη της θρησκείας του Yevon αποκαλύπτεται δημοσίως και η ταλαιπωρημένη Spira περνά σε μια νέα ελπιδοφόρα εποχή. Τίτλοι τέλους.
Όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα κεφάλαια της σειράς, έτσι και το Final Fantasy X σε επίπεδο σεναρίου και γραφής προσφέρει μια συγκινητική αφθονία συναισθημάτων, εμπειριών, αναμνήσεων, αλλά και μηνυμάτων με τελικό αποδέκτη εμάς, τους παίκτες. Η αυτοθυσία και η συντροφικότητα, η δύναμη της επιλογής και της αγάπης, η αντιμετώπιση της απώλειας και του πένθους, o κύκλος της ζωής και του θανάτου, η αντίσταση στην αδικία και η πίστη στην ηθική μας πυξίδα είναι μόνο μερικά από τα concepts που θέλει να αναδείξει ο τίτλος. Όμως η πιο ρηξικέλευθη ιδέα του παιχνιδιού επικεντρώνεται στην αμφισβήτηση του δογματισμού και του φανατισμού που απορρέουν από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, θεοκρατικά και μη. Ταυτόχρονα, η επινοημένη πίστη στις “διδαχές του Yevon” συνιστά ξεκάθαρα μια μεταμοντέρνα κριτική στον σκοτεινό ρόλο των θρησκειών του πλανήτη μας στο πέρασμα των αιώνων, ως όργανα ελέγχου και χειραγώγησης, ενώ θίγονται οι έννοιες της θρησκοληψίας και της τυφλής πίστης, καθώς και η ύπαρξη (ή όχι) ενός αληθινού Θεού. Παρόμοιοι συμβολισμοί όπως η αντίσταση σε τυραννικές εκκλησίες ή μοχθηρούς θεούς, αλλά και η θεοκτονία, κάθε άλλο παρά ξένοι είναι με τους ιαπωνικούς τίτλους, οι οποίοι δεν φοβούνται να καταπιαστούν με τέτοια πιο ευαίσθητα για τη Δύση ζητήματα. Στο Final Fantasy 13 για παράδειγμα, οι κάτοικοι του πλανήτη Cocoon συνυπάρχουν αρμονικά με ανώτερες υπερβατικές οντότητες, τους Fal’Cie που φροντίζουν να παρέχουν όλους τους απαραίτητους πόρους για τη διαβίωση του πληθυσμού. Ενός πληθυσμού όμως, που εν αγνοία του και με τις μηχανορραφίες του σκιώδους ιερατείου και των Fal’Cie, προορίζεται ως μαζική θυσία για την έλευση του πραγματικού Θεού. Στα δυτικά studios από την άλλη, τέτοιες αλληγορίες και εύθικτες θεματικές δεν συναντώνται τόσο συχνά και προτιμούνται πιο ρεαλιστικές και ανθρωποκεντρικές προσεγγίσεις της εκάστοτε εξουσίας, όπου οι θεοί εάν υπάρχουν δεν είναι πάντα όλοι “κακοί”. Επιστρέφοντας στο Final Fantasy X και ανακεφαλαιώνοντας, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι αποτελεί ένα από τα πρώτα videogames που χτίζει ένα τόσο βαθύ και συνεκτικό lore, απλά και μόνο για να το αποδομήσει και να το καταρρίψει πανηγυρικά στον τερματισμό.
Πριν το κλείσιμο του κειμένου, κρίνεται αναγκαίο να γίνει και μία σύντομη αναφορά στην άμεση συνέχεια του Final Fantasy X, που σηματοδότησε κάτι καινοφανές στην ιστορία της SquareSoft. Μέχρι τότε, ποτέ δεν είχε κυκλοφορήσει direct sequel βασικού τίτλου της σειράς, καθώς όλα συνιστούσαν ξεχωριστά κεφάλαια, ανεξάρτητα μεταξύ τους. Η τεράστια ωστόσο επιτυχία του τίτλου, παράλληλα με την απαίτηση των οπαδών για τη συνέχιση της ιστορίας και την επίτευξη ενός περισσότερο ευτυχισμένου τέλους, οδήγησε την εταιρεία στην ανάπτυξη του Final Fantasy X-2. Όταν οι πρώτες εικόνες του παιχνιδιού άρχισαν να δημοσιεύονται στα μέσα, οι αντιδράσεις του κοινού υπήρξαν ανάμεικτες, με έναν συγκρατημένο προβληματισμό να ξεπροβάλει ανάμεσα στους fans. H θεοσεβούμενη και συνεσταλμένη Yuna, πλέον πόζαρε με νάζι και με ανανεωμένο hairstyle, κραδαίνοντας από ένα πιστόλι σε κάθε χέρι και φορώντας μια άκρως αποκαλυπτική περιβολή. Εν τέλει, οι ανησυχίες της κοινότητας για την κατεύθυνση του sequel επιβεβαιώθηκαν με την κυκλοφορία του, αφού πλέον η ατμόσφαιρα του αρχικού παιχνιδιού είχε μεταλλαχτεί, προσδίδοντας έναν ανάλαφρο, νεανικό και χαζοχαρούμενο πολλές φορές τόνο, που σε καμία περίπτωση δεν θύμιζε τη δραματική εποποιία που είχε προηγηθεί. Σύμφωνα με τα δημογραφικά στοιχεία ενασχόλησης με το Final Fantasy X, ένα σημαντικό ποσοστό παικτών, υψηλότερο από κάθε προηγούμενο τίτλο, αποτελούνταν από νεαρά κορίτσια και γυναίκες, γεγονός που υπήρξε καθοριστικός παράγοντας όλων αυτών των αλλαγών για το sequel. Παράλληλα σίγουρα επηρεάστηκε από τις τάσεις της εποχής στα πρώιμα 00’s που περιλάμβαναν γυναικεία συγκροτήματα στη μουσική και υπερσεξουαλικοποιημένες πρωταγωνίστριες στα videogames. Όλες αυτές οι μεταβολές στο ύφος και την αφηγηματική αισθητική, ώθησαν πολλούς παίκτες τότε (ανάμεσα τους και τον συντάκτη του άρθρου) να προσπεράσουν το Final Fantasy X-2 και να διατηρήσουν τις αναμνήσεις του πρώτου κεφαλαίου. Εν τούτοις, δύο δεκαετίες αργότερα, η ενασχόληση με την HD επανακυκλοφορία του τίτλου, έδωσε στον γράφοντα την ευκαιρία να εκτιμήσει το παιχνίδι για το ανανεωμένο σύστημα μάχης, ικανοτήτων και αναβάθμισης, τη νοσταλγική επιστροφή σε γνώριμες περιοχές, αλλά και την περιορισμένη επέκταση του lore της Spira. Η πλοκή και η αφήγηση αναμενόμενα αποτελούν τα πιο αδύναμα σημεία του, αν και παρακολουθώντας τον επίλογο, θεωρούμε ότι σε κάποιο βαθμό επιτυγχάνεται μια συναισθηματική ολοκλήρωση και ένα κλείσιμο για την ηρωίδα μας και την αναζήτηση της.
Αν όμως υπάρχει κάτι που σεναριακά ξενίζει περισσότερο στην ιστορία του sequel και απαιτεί μεγάλες δόσεις “suspension of disbelief”, αυτό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την σχετική ευκολία κατάρρευσης της θεοκρατίας και την αποδοχή αυτής της νέας πραγματικότητας τόσο από τον κλήρο, όσο και από το λαό της Spira, δύο μόλις χρόνια μετά τα γεγονότα του αρχικού παιχνιδιού και την συντριβή του Sin. Διότι η ιστορική λογική υποδεικνύει πως όσες συνταρακτικές αποκαλύψεις και αν δύνανται να εκθέσουν ένα θρησκευτικό οικοδόμημα χιλίων ετών, αυτό ποτέ δεν θα πέσει χωρίς “μάχη” από τους εκπροσώπους του, αλλά και από τους πιστούς. Για να είμαστε δίκαιοι βέβαια, στο παιχνίδι συναντάμε την πολιτική οργάνωση “New Yevon” που ιδρύθηκε βασιζόμενη σε απομεινάρια της παλαιάς πίστης και συγκεντρώνει στους κόλπους της περισσότερο συντηρητικό και ηλικιωμένο κοινό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συνιστά εξτρεμιστικό σχηματισμό που επιδιώκει να επαναφέρει το προηγούμενο κατεστημένο. Επίσης, θεμελιώδη συστατικά της παλιάς θρησκείας όπως η εκδικητική απειλή του Sin, οι σφραγισμένες ψυχές και το κάλεσμα πλασμάτων, έχουν σταματήσει να υφίσταντο, κάτι που προφανώς διευκολύνει τη μετάβαση σε μία καινούρια εποχή. Ο αρθρογράφος σίγουρα θα προτιμούσε μια πιο ρεαλιστική εξέλιξη και ένα σοβαρότερο ύφος στο σενάριο, όπου οι χαρακτήρες μας αφού έχουν απαλλάξει την Spira από τον κίνδυνο του Sin, αγωνίζονται για να διαδώσουν την πραγματική αλήθεια του Yevon, συγκρουόμενοι με την θρησκευτική ηγεσία και την θρησκοληψία. Αλλά εδώ είναι που ελοχεύει ο κίνδυνος να υποπέσουμε σε ένα σημαντικό παράπτωμα: να απαιτήσουμε τα videogames να προσαρμοστούν στα δεδομένα του δικού μας κόσμου. Ας μην ξεχνάμε όλοι μας, ότι ασχολούμαστε με τα videogames για το ακριβώς αντίθετο: να ξεφύγουμε από αυτόν τον κόσμο.
Κείμενο: Γιώργος Sleeper