Dragon Age The Veilguard | Review by Zapdim
Δέκα χρόνια πήρε στη Bioware να δημιουργήσει το επόμενο επεισόδιο της θρυλικής σειράς Dragon Age. Ο τίτλος αυτού Dragon Age The Veilguard. Το συγκεκριμένο παιχνίδι πέρασε από χίλια μύρια κύματα έως ότου εκδοθεί, με αποκορύφωμα την αλλαγή τίτλου την τελευταία στιγμή, αφού η αρχική σκέψη ήταν το Dreadwolf. Επιπροσθέτως άλλαξε το ύφος και η χρωματική παλέτα των περιβαλλόντων, με πιο έντονα και “χαρούμενα” χρώματα, δίδοντας μια νεανικότερη υφή στον τίτλο.
Η ιστορία του παιχνιδιού συνεχίζει από εκεί που μας άφησε το Inquisition, ο προηγούμενος τίτλος της σειράς. Ο διφορούμενος και μυστηριώδης χαρακτήρας Solas, προσπαθεί να καταστρέψει το πέπλο (the Veil) που χωρίζει τον κόσμο του φανταστικού και των πνευμάτων-τεράτων από τον φυσικό, όπου κατοικούν οι διάφορες φατρίες και φυλές. Η ειρωνεία είναι πως το πέπλο το είχε δημιουργήσει ο ίδιος προκειμένου να φυλακίσει στο Fade, το φανταστικό κόσμο που προαναφέραμε, τους θεούς που είχαν αρχίσει να γίνονται επικίνδυνοι, όντας συγχρόνως και ο ίδιος θεός. Κάπου εκεί εισάγεται ο δικός μας χαρακτήρας, εν ονόματι Rook, ο οποίος θα στρατευθεί προκειμένου να λύσει όλη αυτή τη δύσκολη κατάσταση που απειλεί τον κόσμο. Συμπαραστάτες θα βρει στα πρόσωπα διαφόρων πολεμιστών που εκπροσωπούν παράλληλα και τις φυλές του κόσμου του παιχνιδιού.
Το Dragon Age The Veilguard χαρακτηρίζεται ως action rpg τρίτου προσώπου. Επιλέγουμε μια από τις διαθέσιμες φυλές, που θα μας δώσουν πόντους ικανότητας είτε ως rogue, είτε ως μάγος είτε ως μαχητής βάρβαρος. Το σύστημα δημιουργίας του χαρακτήρα είναι πλούσιο και δίνει τη δυνατότητα να πειραματιστούμε τόσο σε χαρακτηριστικά εξωτερικά όσο και στο φύλο. Αχρείαστο μιας και δεν προσφέρει κάτι στην εξέλιξη του ήρωα αφού το rpg στοιχείο είναι αδύναμο. Η Bioware είναι γνωστή για την επική και πλέον κλασική τριλογία Mass Effect, μια space opera σειρά παιχνιδιών, όπου η διάδραση του ήρωα με τους συντρόφους του, καθώς και με τους npc’s ήταν καθοριστική. Εν προκειμένω στο Veilguard αυτό είναι αναιμικό. Κι εδώ έρχεται η πρώτη μεγάλη ένσταση. Οι διάλογοι είναι στην καλύτερη κακογραμμένοι και ασυνάρτητοι, αποτρέποντας τον παίχτη να δεθεί με την ιστορία που κρύβει πίσω του ο κάθε companion. Συγχρόνως προσπαθούν χονδροειδώς να εισάγουν στοιχεία πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, που όμως δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τη δομή του παιχνιδιού και δημιουργώντας απλά ερωτηματικά κι αμηχανία στον παίχτη. Ενδεχομένως η προσδοκία ήταν να απευθυνθούν σε νεανικότερο κοινό, κα΄τι όμως που δε συνάδει με το βασικό σχεδιασμό του τίτλου. Δυστυχώς το role playing and creation στοιχείο υπολείπεται αναφανδόν του action, το οποίο παρεμπιπτόντως είναι απολαυστικό κι όχι ιδιαίτερα σύνθετο. Η δομή είναι κλασική, κερδίζουμε πόντους ικανότητας, τους οποίους διανέμουμε σε ένα καλοσχεδιασμένο skill tree τόσο για εμάς όσο και για τους συντρόφους μας. Αυτό οδηγεί σε δυνάμεις και εντυπωσιακά action and fighting combos.
Το παιχνίδι δεν είναι open world. Έχει περιοχές που καλούμαστε να εξερευνήσουμε στη διάρκεια των main και side quests που θα μας δώσει, οι οποίες είναι ευθύγραμμες. Τα περιβάλλοντα είναι καλοσχεδιασμένα κι εντυπωσιακά. Τα χρώματα αν και κάπως κορεσμένα στους τόνους τους, είναι όμορφα και ευχάριστα στο μάτι. Το άσχημο είναι πως έχει περιοχές κλειδωμένες, οι οποίες ελευθερώνονται κατά τη διάρκεια της εξέλιξης, κάτι που αποτελεί σημείο αναχρονισμού. Το platforming είναι ικανοποιητικό και απλοϊκό, παρέχοντας θησαυρούς και πόρους διασκορπισμένους σε όλη την έκταση της πίστας. Συνάμα έχει και κάποια σεντούκια κλειδωμένα σε εύκολους κατά τα άλλα γρίφους, αυξάνοντας έτσι τη δυνατότητα να εξερευνήσουμε το περιβάλλον λίγο περισσότερο και συγχρόνως να αποκτήσουμε καλύτερες πανοπλίες κι όπλα. Τα στατιστικά στοιχεία των αναβαθμίσεων δίνουν κάποιους πόντους δύναμης παραπάνω κι αυξάνουν ταυτόχρονα και την αμυντική μας ικανότητα.
Οι εχθροί δεν είναι πολλοί σε ποικιλία και τους συναντούμε συχνά σε όλα τα περιβάλλοντα. Δυστυχώς και σε bosses θα συναντήσουμε πανομοιότυπους εχθρούς με ελάχιστες διαφορές. Παρόλαυτα οι μάχες είναι απολαυστικές και το action στοιχείο όπως προείπαμε είναι το επικρατούν. Ο ήρωας έχει μαζί του στις περιπέτειές του δυο συντρόφους κάθε φορά, οι οποίοι έχουν ευχάριστους διαλόγους προκειμένου να δίνουν μια ζωντάνια στην εξερεύνηση. Ο καθένας έχει δυνάμεις και όπλα τα οποία αναβαθμίζει κι εμπλουτίζει, κρίνοντας απαραίτητη τη συλλογή στοιχείων κι αντικειμένων καθόλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Αυτό γίνεται στους διάφορους εμπόρους που θα βρούμε σε κάθε περιοχή καθώς επίσης και στη βάση της ομάδας μας, η οποία βρίσκεται σε ένα κάστρο στη διάσταση του φανταστικού. Η δυσκολία στο μεσαίο επίπεδο κρίνεται σχετικά χαμηλή, χωρίς απαιτήσεις και γρήγορα αντανακλαστικά. Η ευκολία μεγαλώνει κι από τη δυνατότητα της παύσης της μάχης προκειμένου να επιλέξουμε τις κατάλληλες κινήσεις και μάγια αφενός κι αφετέρου από τους “απέθαντους” συντρόφους μας. Θα πρέπει να αναφέρουμε πως ο παίχτης έχει τη δυνατότητα απόκρουσης των επιθέσεων, αν κι όχι όλων αφού κάποιες είναι αναπόφευκτες αλλά και αποφυγής. Έτσι ο παίχτης μπορεί να επιλέξει τον τρόπο άμυνας χωρίς να είναι κάποιο απαιτούμενο. Σημειωτέο πως ολοκλήρωσα το παιχνίδι έχοντας κάνει parry όχι πάνω από 5-6 φορές. Ένα αρνητικό της μάχης είναι πως το “λοκάρισμα” είναι ασταθέστατο, χάνοντας συνεχώς τον αντίπαλο και δημιουργώντας σύγχυση και δυσκολία. Συνάμα η κάμερα πάμπολλες φορές είναι αναποτελεσματική με αποτέλεσμα ο ήρωας να κοιτάζει σε άκυρο σε σχέση με τη μάχη που λαμβάνει χώρα σημείο. Γενικά το μπρούταλ στοιχείο υπολείπεται, κάνοντας την προσέγγιση σε μικρότερες ηλικίες ιδανική. Η σκοτεινιά και η μυστηριώδης ατμόσφαιρα θα ιδωθεί σε κάποιες πίστες μόνο, κι εκεί με μέτρο.
Το σενάριο και εν γένει η ιστορία είναι ικανοποιητική. Δένουν θετικά τα side quests με τις κύριες αποστολές και δίνοντάς μας τη δυνατότητα εκμάθησης των προβλημάτων των διάφορων φυλών του χάρτη μας. Το ίδιο θετικό πρόσημο θα βάλουμε και στις αποστολές των συντρόφων μας αν και κάποιες είναι περιττές και αταίριαστες με τη συνολική εικόνα. Επιπροσθέτως δεν παρατήρησα πολλές αποστολές που απλά πρόσθεταν ανούσιο χρόνο ενασχόλησης. Δυστυχώς όλη αυτή η προσπάθεια τορπιλίζεται από τους κάκιστους διαλόγους που στις περισσότερες φορές είναι επιπέδου νεανικής εφηβικής σειράς της ντίσνευ. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι όλες οι απαντήσεις μας στους διαλόγους του παιχνιδιού είναι καλοπροαίρετες, εξαφανίζοντας εντελώς το αν όχι κακό τουλάχιστον πονηρό στοιχείο του χαρακτήρα μας. Η γενική εικόνα του ήρωα είναι ενός ιππότη επάνω σε λευκό άτι που σώζει τον κόσμο κι αγαπά τους πάντες. Τα τέλη είναι παραπάνω του ενός, και η έκβαση εξαρτάται από τις κινήσεις που έχουμε κάνει κατα τη διάρκεια του παιχνιδιού. Γενικά ο παίχτης, έστω και με περιορισμένο μηχανισμό σε δυνατότητες, θα επιδιώξει να δημιουργήσει θετικό κλίμα τόσο με τους συντρόφους όσο και με τις φυλές των περιοχών του χάρτη, πράγμα καθόλου δύσκολο σχεδόν προδιαγεγραμμένο, προκειμένου να διευκολύνει τη νίκη στο τελικό Boss.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως το Dragon Age The Veilguard είναι ένας αμφιλεγόμενος τίτλος. Είναι ένα καλογραμμένο action με ολίγη από rpg αίσθηση, που στοχεύει σε νέο κοινό. Παράλληλα προσπαθεί να μην αποκοπεί από τις ρίζες του, αφήνοντας όμως ανικανοποίητους τους πιστούς λάτρεις της σειράς. Έχει θετικά και αρνητικά στοιχεία, τα οποία υπερτονίστηκαν ενδεχομένως. Σημεία των καιρών. Η ενασχόληση μαζί του, για μια σχεδόν πλήρη ολοκλήρωση αποστολών, βάστηξε κοντά στις 70 ώρες. Καλογυαλισμένο, χωρίς καθόλου προβλήματα και σπασίματα, δεν θα ανησυχήσει και δε θα απογοητεύσει κάποιον που θέλει ένα ικανοποιητικό τίτλο με χορταστική και πλούσια μάχη και όμορφα τοπία και σκηνικά. Θα μπορούσε να είναι καλύτερο ως προς τη γραφή, αφήνοντας στην άκρη αχρείαστα κι αταίριαστα με το ύφος και το είδος του τίτλου στοιχεία. Το ισοζύγιο πάντως παραμένει θετικό.